- κακοφραδές
- κακοφραδήςbad in counselmasc/fem voc sgκακοφραδήςbad in counselneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοφραδής — κακοφραδής, ές (Α) (ποιητ. λ.) 1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο φραδής] … Dictionary of Greek
νείκος — νεῑκος, τὸ (Α) 1. έριδα, φιλονικία («οὐδὲν ἔτι πλέον ἐγένετο τούτων ἐς νεῑκος φέρον Ἴωσι», Ηρόδ.) 2. λογομαχία, ύβρη («Αἶαν νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.) 3. δικαστικός αγώνας, διαφορά, φιλονικία σε δίκη («κρίνων νείκεα πολλά δικαζομένων… … Dictionary of Greek